Ἑστιάδες — Vestal virgins fem nom/voc pl Ἑστιάς Vestal virgins fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστιάδας — Ἑστιάδες Vestal virgins fem acc pl Ἑστιάς Vestal virgins fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστιάδων — Ἑστιάδες Vestal virgins fem gen pl Ἑστιάς Vestal virgins fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστιάσι — Ἑστιάδες Vestal virgins fem dat pl Ἑστιάς Vestal virgins fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστιάσιν — Ἑστιάδες Vestal virgins fem dat pl Ἑστιάς Vestal virgins fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκραχτος — η, ο και άκραγος [κράζω] 1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος 3. άκραχτα επίρρ. πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια… … Dictionary of Greek
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… … Dictionary of Greek
θυηπόλος — θυηπόλος, ον θηλ. και η (Α) 1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.) 3. επιγρ. ιερέας 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι) οι Εστιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή… … Dictionary of Greek
οψ — (Ops). Αρχαιότατη ρωμαϊκή θεότητα, σαβινικής προέλευσης, προσωποποίηση της ιδέας της αφθονίας, της ευημερίας και της γονιμότητας της γης. Στα κατοπινά χρόνια ταυτίστηκε με τη Ρέα και θεωρήθηκε σύζυγος του Κρόνου και μητέρα της Κυβέλης. Συνδέθηκε… … Dictionary of Greek